- κοκάλινος
- και κοκκάλινος, -η, -οβλ. κοκαλένιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζάρι — Μικρός κύβος, κοκάλινος ή από ελεφαντόδοντο ή πλαστικός, με στίγματα σε καθεμία από τις έξι όψεις του, που συμβολίζουν τους αριθμούς από το 1 έως το 6. Χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και οι Έλληνες τα… … Dictionary of Greek
οστέινος — η, ο (Α ὀστέϊνος, ΐνη, ον) [οστέον / οστούν] κατασκευασμένος από οστά, κοκάλινος, κοκαλένιος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οστεΐνη οργανική ένωση η οποία αποτελεί τη θεμέλια ουσία τού οστίτη ιστού … Dictionary of Greek
κοκαλένιος, -ια, -ιο — και κοκάλινος, η, ο αυτός που έχει γίνει από κόκαλο: Αγόρασε κοκαλένιο χτένι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)